ανάπαρτος

ανάπαρτος
η , ο
1) исступлённый; экстатический; 2) находящийся в горячке, в лихорадке, в бреду

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ανάπαρτος" в других словарях:

  • ανάπαρτος — η, ο [αναπαίρνω] 1. αυτός που παρασύρθηκε μακριά και εξαφανίστηκε 2. αυτός που εκστασιάστηκε, που περιήλθε σε έκσταση από θαυμάσιο θέαμα, όνειρο, οπτασία κ.λπ. 3. αυτός που έπαθε διασάλευση τού νου, ο εκτός εαυτού, αλλόφρων …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»